- πρωτοδιάκονος
- πρωτοδιάκονοςfirst deaconmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοδιάκονος — ὁ, ΜΑ ο πρώτος διάκονος, ο αρχιδιάκονος μσν. προσωνυμία τού αγίου Στεφάνου … Dictionary of Greek
πρωτοδιακόνου — πρωτοδιάκονος first deacon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοδιάκονον — πρωτοδιάκονος first deacon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
протодиакон — диакон при соборе или придворной церкви , также перводиакон. Из греч. πρωτοδιάκονος … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Deacon — This article is about the office in the Christian Church. For other uses, see Deacon (disambiguation). Saint Stephen, one of the first seven deacons in the Christian Church, holding a Gospel Book, painting by Giacomo Cavedone 1601 Deacon is a… … Wikipedia
αρχιδιάκονος — και διάκος, ο (Μ ἀρχιδιάκονος) ο πρώτος ανάμεσα στους διακόνους, ο πρωτοδιάκονος … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek